lèvre mince - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lèvre mince - translation to ρωσικά


lèvre mince      
- тонкая губа
губа         
  • Philtrum}})
КОЖНО-МЫШЕЧНЫЕ СКЛАДКИ, ОКРУЖАЮЩИЕ ВХОД В ПОЛОСТЬ РТА
Уздечка верхней губы; Уздечка нижней губы; Губа; Губы рта; Labia oris
I ж.
lèvre
верхняя губа - lèvre supérieure
нижняя губа - lèvre inférieure
пухлые губы - lèvres charnues
тонкие губы - lèvres minces
заячья губа мед. - bec-de-lièvre m ( pl becs-de-lièvre) ; lagostome m ( scient )
сложить губы бантиком разг. - faire la petite bouche
надуть губы - bouder , faire la moue
сжать губы - serrer les lèvres
кусать губы - se mordre les lèvres
по губам помазать разг. - promettre et ne pas tenir
у него губа не дура погов. - прибл. il n'est pas dégoûté
II ж. геогр.
baie , golfe m
III ж. разг.
см. гауптвахта 2)
– Hum! répondit Gringoire. Je me méfie d'une douceur qui a les narines pincées et les lèvres minces.      
– Гм! Я не доверяю кротости, у которой вдавленные ноздри и тонкие губы, – ответил Гренгуар.